- λημμάτιον
- λημμάτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λημμάτιον — λημμάτιον, τὸ (Α) [λήμμα] υποκορ. τού λήμμα … Dictionary of Greek
λημματίοις — λημμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίου — λημμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίων — λημμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίῳ — λημμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημμάτια — λημμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)